- δαιδάλεος
- δαιδάλεοςcunninglymasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
δαιδάλεος — α, ο (Α δαιδάλεος, α, ον και δαιδάλεος, ον) ο δουλεμένος περίτεχνα (α. «στέκουν τα πρόβατα οπού το μάτι για δαιδάλεα τα παίρνει από μακριά», Σολωμ. β. «διὰ μὲν ἄρ ζωστῆρος ἐλήλατο δαιδαλέοιο», Ιλιάδ.) αρχ. 1. (για ζώα) ποικιλόχρωμος, κατάστικτος… … Dictionary of Greek
δαιδαλέων — δαιδάλεος cunningly fem gen pl δαιδάλεος cunningly masc/neut gen pl δαιδάλλω work cunningly fut part act masc nom sg (epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δαιδαλόεν — δαιδάλεος cunningly masc voc sg δαιδάλεος cunningly neut nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δαιδαλόεντα — δαιδάλεος cunningly neut nom/voc/acc pl δαιδάλεος cunningly masc acc sg δαιδαλόεις neut nom/voc/acc pl δαιδαλόεις masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δαιδάλεον — δαιδάλεος cunningly masc acc sg δαιδάλεος cunningly neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δαιδαλέαις — δαιδάλεος cunningly fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δαιδαλέαισι — δαιδάλεος cunningly fem dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δαιδαλέη — δαιδάλεος cunningly fem nom/voc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δαιδαλέην — δαιδάλεος cunningly fem acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δαιδαλέης — δαιδάλεος cunningly fem gen sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)